Invitado Cronopio

0
408

TEXTO EN GRIEGO

Ἄειδε, ὦ θεά, διὰ μέσου μου, διὰ μέ,
μίαν ἱστορίαν τῶν πόνων καὶ παθημάτων
τοῦ Τελαμωνίου Αἴαντος,
καρπὸς τοῦ ἐνδόξου οἴκου τοῦ Αἰακοῦ•
τραγώδει πῶς ἔπαθεν
καὶ πῶς διὰ μιᾶς γυναικὸς ηὖρεν τὸ διονύσιον θηλυκόν!
Κάτεχέ με, τελείωσέ με! Μέσον σου ἀνάξιον εἶμαι• τὴν ὡδήν σου θὰ προσπαθήσω νὰ μετατρέψω σὲ γράμματα.

«ἀνδρῶν αὖ μεγ᾽ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας
ὄφρ᾽ Ἀχιλλεὺς μήνιεν ὃ γὰρ πολὺ φέρτατος ἦεν».
(Ἰλιάς: β´, 668-669)

«Ἰὼ σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον,
ὡς έμοὶ, ἕλεσθ᾽ ἕλεσθέ μ᾽οἰκήτορα, ἕλεσθέ μ• οὔτε
γὰρ θεῶν γένος οὔθ᾽ ἁμερίων ἔτ᾽ἄξιος βλέπειν
τιν᾽ εἰς ὄνασιν ἀνθρώπων.»
(Σοφοκλέους Αἴας. 395-401)
ayanteo-05

ΑΙΑΣ: Ὅλα θολωμένα εἶναι, σάμπως ὕστερ’ἀπὸ ἐπέμβασι δαιμόνιας χέρας, ὡσὰν νὰ ἔχω ἔρθῃ ἀπὸ βαθὺ σκοτάδι.

Ὦ!, νυχτερινὸ συναίσθημα μὲ ληθαργεῖ!

Μὰ, τὶ ὡραῖο εἶναι νὰ μὴν θυμοῦμαι οὔτε ποῦ ἤμουν πρίν, οὔτε ποῦ ἦταν τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο! ἄχ!, καί, ὁμοίως, τὶ ὡραῖο θὰ ἦταν νὰ μὴν ἐνεθυμούμουν ποιὸς εἶμαι νῦν καὶ ποιὸς ἤμουν ἐς τὸ παρελθόν!

Ἐὰν εἶμαι ἐδῶ πέρα, ὅμως, σημαίνει ὅτι κάπου ἦμουν καὶ ὅτι ἔνθεν ἐπέστρεψα.

Ἀϊ! Γιὰ τὶ τ’ἀμνημόνευτα δὲν ἠμποροῦμε νὰ τ’ἄγωμ’ἐς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀντὶ ὀφθαλμῶν, νὰ τὰ βλέπωμε καθαρά, ἀκριβῶς ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ σκάφη ποὺ εἰσπλέουν; ἔτσι, βαθμηδόν, ἐπιτρέποντας ὁ ὀρατής τὲς λεπτομέρειες νὰ θαυμάζῃ καὶ νὰ τὲς ἀντιλαμβάνηται; Τὰ χρώματα, τὸν ἱστόν, τὰ πανιᾶ, κ’ἐς τὸ τέλος, νὰ διακρίνῃ τὲς φωνὲς τῶν ναυτῶν, τῶν χαρουμένων διότι ἀγκυροβολούν;

Ἄχ!, καὶ γιὰ τὶ τὰ δυσάρεστα ποὺ δὲν φεύγουν ἀπὸ τὴν καρδιὰν εἶναι ἀδύνατα νὰ τὰ λησμονήσωμε;

Ἀλλά, γιὰ τὶ κεῖμ’ἐδῶ κάτω ἐς τὸ χαλί; Τὶ μ’ἔδειρε;

Πολὺ πιθανὸν ὁ αἴτιος τούτου τοῦ δολεροῦ ἔργου ὁ ἀδελφὸς Θανάτου, ὁ αἰθέριος Ὕπνος, ποὺ μὲ τὲς λεπτὲς χέρες του ἐπικαλύπτει τὸν νοῦν, ἀφαιρῶντας του τὸ φῶς, ἐκεῖνο ποὺ φύσει τοῦ ἀνήκει, κλείοντας τ’ὀμμάτια τοῦ πλι’ἀδυνάμου, καὶ βυθίζοντάς τον ἐς τ’ἄτοπα καὶ ἄγνωστα μέρη ἀπογινώμενος ὁ ὑπνούμενος κιτρινισμένο φύλλο ὑπὸ τὲς ἀέριες αὐθαίρετες θεϊκὲς θελήσεις.

Μόνον ἐκεῖ, ἐσ’ἐκεῖνον τὸν καταποντισμό, λαλοῦν καὶ προτρέπουν προσωπικᾶ οἱ θεοί!
Γιὰ τί, τάχα, μὲ ὕπνωσεν τὸ δαιμόνιο; Γιὰ τὶ τόσο βαριᾶ;

Ὦ Ἥλιε ποὺ τ’ἄπαντα θωρεῖς, σύ, ὁ μόνος ποὺ τὴν ὄρασιν ἐπιτρέπεις καὶ ποὺ μὲ τὴν λᾶμψι διαχωρίζεις τὰ ὄντα ἄπαντα τέρποντας μὲ τὴν θαλπωρή σου τὴν φῦσιν! Ὦ φωτὸς πηγή, εἰπές μου, τὶ συνέβη; Γιὰ τὶ ὡσὰν νεκρὸ σῶμα μένω κάτω;

Ὦ, ἀρχαιώτατε κ’αἰώνιε, σὺ ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἀπάντων ἤσουν καὶ ὅλα σιωπηλὸς τὰ μαρτυρεῖς, ποὺ ὅλα τὰ συμβάντα μὲ τὴν τᾶξιν των τὰ εἶδες, διότι ἤσουν παρών, διότι ἀκόμη εἶσαι καὶ θὰ εἶσαι, εἰπές μου, ὦ πατέρα τῆς ἱστορίας, ὦ γνώστη ὅλων τῶν γεγονότων γινωμένων διὰ τοῦ χρόνου, ἀποκρίσου! Ποιά ἡ ἀφορμὴ τῆς καταστάσεώς μου; ὦ μάρτυρα, ὦ ὄρασι, ὦ ἀμαξηλάτη βοήθα με! φώτισέ με!

Εἰπές μου πῶς ἐγώ, ὁ ἐνδοξώτερος τῶρα ὅλων τῶν Ἀχαιῶν κατόπιν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ ἐξαδέλφου μου, ὁ ἄτρομος, ὁ ἀτράνταχτος, ὁ ἀτραυμάτιστος ἐς τὴν μάχη, στέκομαι πεσμένος καὶ ζαλισμένος;

Πρέπει νὰ μὲ ἄκουσε! Σιγᾶ σιγᾶ ὅλα φανερώνονται καὶ γίνονται ἀντιληπτά!

Τὶ εἶναι τοῦτο; Εἶναι ἀυτὸ ποὺ βλέπω ἡ σκηνή μου; …Ναί, εἶναι! Καὶ ὅμως, τὶ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ ἀταξία; Γιὰ τὶ ὅλα ἀνακατωμένα; Γιὰ τὶ τὰ πράγματα δὲν εὐρίσκονται ἐς τὴν θέσιν των;
ayanteo-06

Καὶ τὶ εἶναι αὐτὸ τὸ ὑγρὸ ἐς τὸ πάτωμα χυτό; Κρασί; Τὸ ἱερὸ ποτὸ σκορπισμένο; Μά, πῶς;

Ὄχι μόνον ἕνα ἀλλὰ ὅλα τ’άσκιᾶ ἐσ’ὅμοια κατάστασι! Ποιὸς τὸ ἤπιε ὅλο τὸ ἱερὸ κρασί; Ποιὸς ἀδιακρίτως τὸ ἐξέχυσε;

Παραπέρα, ὅμως, τὶ ἔχει; Ὦ θέαμα ἀποτρόπαιο, ὦ γεγονὸς ὠμό! Τὶ εἶναι τοῦτα; Ζῶα νεκρᾶ, μὲ τὰ σπλάγχνα των ἔξω! Δὲν ἀντέχουν οἱ ὀφθαλμοί μου! Τὶ νὰ εἰπῶ, λοιπόν, γιὰ τὴν ψυχή μου;

Κρύος ῥῖγος διατρέχει τὸ σῶμα μου καὶ Θολώνει τὴν φρόνησί μου! Κατατρεπτικὸ ἀποτέλεσμα βλέπω!

Δὲν εἶν’ἀσήμαντα ζῶα αὐτὰ ποὺ ὀράω ἐδῶ, ἄψυχα• πρὸς θυσιαστήριο μοῦ φαίνονται ἦσαν στολισμένα! Βαμμένα τὰ ὀνύχια των καὶ τὰ κέρατά των!

Αἶσχος καὶ άνάθεμα! Βόδια ἀπρεπῶς σφαγμένα, δεμένα εἶναι τὰ πόδια των καὶ ὅλα, ἀνεξαιρέτως, στιγματοφόρα, μαχαιρωμένα καὶ δερμένα!

Ἔργο ἀνθρώπου τοῦτο ἣ θεοῦ; Ἂν θεῖον, δὲν φταῖμ’ἐμεῖς• μά, ἐὰν ἀνθρώπινο, εἴμαστε χαμένοι. Ποιὸς ἐπιχείρησε τέτοιο δρᾶμα ἠξεύροντας ὅτι μόνον αὐτὸ θεομηνία θὰ συνεπέφερε; Κανεῖς, θρήσκος νὰ εἶναι, ἠμπορεῖ νὰ τὸ’χῃ διενεργήσῃ.

Ὄχι, ὄχι! ὅποιος καὶ νὰ ἦταν ὁ δράστης, ὁ,τι καὶ νὰ ἦταν, πρέπει ἄλογο πλᾶσμα νὰ εἶναι, ἀσύνετο, καταδυμένο ἐς πυκνὴν παραφροσύνην καὶ ἐσ’ἐμπαθῆ παραλογισμό!

Ἂν ἄνθρωπος, πρέπει να ἔχῃ πάθῃ σεληνιασμόν! Ἅλλη ἐξήγησι δὲν ὑπάρχει!

[…]

«ΠΡΑ: Θηλυκογενὴ ὅσα εἶναι θηλυκογενή! Ἀρσενικὰ ὅσα εἶναι ἀρσενικά! Δὲν εἶναι ἰδιότητά μας νὰ τὰ κρίνωμε, μήτε καὶ νὰ τὰ καταλογίζωμε! Φλυαρεῖς, φίλτατέ μου ἐς τὴν προσπάθεια νὰ γίνῃς ἕνα τὶ τὸ ὁποῖο δὲν εἶσαι, ἓν’ἀγίνωτον! Καρπὸς ἀνθρώπου εἴμαστε, καρποὺς ἀνθρώπινους θὰ διαδόσωμε ἐς τοῦτον τὸν ὑφήλιο… Τῶν θεῶν ἡ εὐθύνη εἶναι τόσον ἡ παράταξί μας ὅσον καὶ ἡ μετάδοσι τῆς φύσεώς μας! Εὐθύνη μας: Ἡ ἀποδοχὴ της, ἡ ὑπομονή της καὶ ἡ ἐμμονή!

ΑΙ: Ὄχι! Ὁ ἄνθρωπος γάϊδαρος δὲν εἶναι γιὰ νὰ τόνε φορτώσουνε! Εὐθύνη του εἶναι νὰ διανοηθῇ τὸ φορτίο του νὰ μάθῃ ὅτι δὲν εἶναι ὄνος. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἡ ὑπομονή! Δοκιμασία τὸ βάσταγμα!, προτροπὴ εῖναι! Πρόκειται νὰ ἐλευθερωθοῦμε, νὰ φωνάξωμε «εἴμαστ’ἐλεύθεροι!».

Μερικοὶ κουβαλᾶνε βράχους, ἕτεροι βουνᾶ ὁλόκληρα. Ἐμεῖς ὅμως, κάτι βαρύτερο: Ἐνοχὲς καὶ τὲς θελήσεις τῶν ἄλλων. Ὅλοι ὅσοι εἶναι κουβαλημένοι εἶναι κολασμένοι, ἀδρανοποιημένοι.

᾽Υπεύθυνοι’μαστε νὰ πετάξωμε μακρυᾶ τοὺς βράχους μας, τὰ βουνᾶ μας, νὰ ἐκβοῦμε ἀπὸ τὸ προσωπικό μας τὸν Τάρταρο.

ΠΡΑ: Ἄλλο δὲν θὰ γινῶμε ἐκτὸς ἐὰν οἱ θεοὶ ἕτερα ἀποφασίσουν καὶ μᾶς ποιήσουν, τὸ πολύ, ἀνθρωποδαίμονες!
ayanteo-07

ΑΙ: Μόνον οἱ δοῦλοι ὑπομένουν! Μόνον ἐκεῖνοι ὑποδέχονται καὶ ὑποτάσσονται ἐς τὲς ἐπιθυμίες ἑτέρων!

Ἐπιβάλλεται δὲ τὸ φορτίο, μᾶς θεμελιώνει. Ἀπαραίτητα τὰ χτυπήματα ἐς τὸν χαλκὸ νὰ γίνουν ὅπλα ὡραῖα καὶ χρήσιμα ἐς τὴν πάλη!• Μά, πρῶτο βῆμα εἶναι, μόλις ἀρχικό! Δὲν εἶναι ὁλόκληρ’ἡ πορεία! Χρείαζονται οἱ ἀλλότριες θελήσεις, τὰ βουνᾶ, οἱ ἐνοχές, οἱ φιλίες καὶ τὰ νήματα τ’ἀλλότρια!

Νὰ τ’ἠξεύρῃς, διαιροῦνται οἱ ἄνθρωποι ἐς ὅσους κάποιᾳ στιγμῇ παραδέχονται νὰ τοὺς φορτώνουν καὶ ἐς’ὅσους, κάποιᾳ στιγμῇ, ἐναντιώνονται!

…Ἀλήθευαν, λοιπόν, ὁ φύλαξ καὶ ἡ Τέκμησσα ὅταν ἐδήλωναν πῶς συνδιαλεγόμουν ἐγὼ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ, ἐνδεχόμενο ποὺ δὲν θυμοῦμαι ἀκόμη λόγῳ τῆς εὐφορίας μου, ἀλλά, ποιὸς ἄλλος, τάχα, θὰ ἠμποροῦσε νὰ παραγάγῃ τέτοιο φονικὸ σύμπλεγμα;»
__________
* Nikólaos Chalavazis A es docente de la Facultad de Periodismo y Comunicación Social de la UPB, candidato a doctorado en Filosofía por la misma universidad.

El presente texto hace parte de su novela Dolor Ayanteo, publicada por Editorial UPB, Medellín, 2013, 325 páginas.

DEJA UNA RESPUESTA

Por favor ingrese su comentario!
Por favor ingrese su nombre aquí

Este sitio usa Akismet para reducir el spam. Aprende cómo se procesan los datos de tus comentarios.